- φυτοφάρμακο
- το, Νσυν. στον πληθ. τα φυτοφάρμακα(χημ.-γεωπ.) ανόργανες ή οργανικές ουσίες, φυσικής προελεύσεως ή συνθετικές, που χρησιμοποιούνται εναντίον κάθε εχθρού, ασθένειας ή ζιζανίου τών φυτών, καθώς και όλες οι άλλες ουσίες εκτός από τα λιπάσματα, που χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια τής παραγωγής, επεξεργασίας ή αποθήκευσης τών γεωργικών προϊόντων, αλλ. γεωργικά φάρμακα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτό + φάρμακο].
Dictionary of Greek. 2013.